ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
ΙΕΡΑΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ
 
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Απολύτρωσις


    A. ΄ OI ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΕΣ

     

    Από το έτος 1284 που οι Ανδηγαβοί κατέλαβαν την Κέρκυρα και μέχρι το έτος 1799 που οι Βενετσιάνοι εγκατέλειψαν το νησί.  43 Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι εταλαιπώρισαν,  κατεπώνησαν και εταπείνωσαν τον Ορθόδοξο Ιερό Κλήρο και τον ευσεβή Ορθόδοξο Κερκυραϊκό λαό.

              Ο Κάρολος ο Ανδηγαβός, Γαλλικής προελεύσεως και πρώτος κατακτητής του Νησιού ήταν άνθρωπος που μισούσε θανάσιμα την Ορθοδοξία και λάτρης φανατικός του Ρωμαιοκαθολικισμού. Υπήρξε πειθήνιο όργανο του Πάπα Κλήμεντος κι αυτό γιατί ο Ποντήφικας της Ρώμης τον ανεγνώρισε ως Βασιλέα της Νεαπόλεως και Απουλίας. Για να δείξει λοιπόν την αφοσίωση του και το σεβασμό του στο πρόσωπό του πρώτο του μέλημα σαν κατέλαβε την Κέρκυρα ήταν η κατάργηση της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Κερκύρας και η απομάκρυνση από το Νησί του Ορθοδόξου Ποιμενάρχη. Ταυτόχρονα σε συνεργασία με το Βατικανό τοποθετήθηκε στην Πρώτη των Ιονίων Λατίνος Αρχιεπίσκοπος σε αντικατάσταση του διωχθέντος νομίμου και κανονικού Ορθόδοξου Ιεράρχη. Οι Κερκυραίοι αγανακτισμένοι από την απαράδεκτη αυτή ενέργεια του Καρόλου διαμαρτυρήθηκαν έντονα αλλά εκείνος τους καθησύχασε ότι  «η Κέρκυρα έχει Επίσκοπο» εννοώντας τον απεσταλμένο του Κλήμεντα.

    Με απόφαση του Πάπα και προκειμένου να τερματιστούν οι διαμαρτυρίες του Ορθοδόξου λαού επέτρεψε να έχουν οι Ορθόδοξοι ένα πνευματικό προϊστάμενο που ονομάστηκε Μέγας Πρωτοπαπάς των Κορυφών.

    Μετά το πραξικόπημα εκείνο του Καρόλου ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος κατέλαβε τους Ιερούς Ναούς των Ορθοδόξων, αφήρεσε τα Ιερά Λείψανα αυτών [Αγίου Αρσενίου Μητροπολίτου Κερκύρας, και των Χριστοκηρύκων Αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου] καθώς  και τον πλούτο τους και εδήμευσε την περιουσία τους προς όφελος της νεοσύστατης Καθολικής Αρχιεπισκοπής.

    Από την αποφράδα εκείνη ημέρα που οι Ανδηγαβοί κατεπάτησαν το μυροβόλο Νησί του Ιονίου και μέχρι το έτος 1799 οι Ομόδοξοι Ρώσοι ανάγκασαν τους Βενετσιάνους να φύγουν από την Κέρκυρα για πέντε δηλαδή αιώνες 33 κορυφαίοι και καταξιωμένοι Πρωτοπαπάδες εποίμαναν με πολύ ευθύνη και επιτυχία το λαό του Θεού. Αυτοί ήσαν οι εξής: 1] Μάρκος Βλεμονιάτης [1361- 1387], 2] Ηλίας Μονομάχος [1387- 1409], 3] Ανδρέας Μελισσινός [1410 – 1431], 4] Μιχαήλ Κλέκης [1431- 1441], 5] Γεώργιος Σκλήρης [1442-1451], 6]Ανδρέας Σ[ω]τεριανός [1452-1472], 7] Τιμόθεος Βαρκής [1472 – 1479], 8] Λέων Ροκοκέφαλος [1480-1490], 9] Νικόλαος Πολυλάς [1490-1500], 10] Ιάκωβος Κύριος [1500-1520], 11]Αλοϊσιος Βουκέντης [1520 –1526], 12] Δομένικος Μαυρομάτης [1526- 1535], 13] Αλουϊσιος Ραρτούρος [1536-1555], 14] Αντώνιος Σπυρής [1556- 1571], 15] Αλέξιος Ραρτούρος  [1572 – 1574], 16] Νικόλαος Πετρετής [1574 – 1576], 17] Νικόλαος Σπυρής [ 1576 – 1577], 18] Φώτιος Παλατιανός [1577 – 1593], 19] Πέτρος Πετρετής [1593 – 1595], 20] Γεώργιος Φλώρος [1595 – 1605], 21] Αρτέμιος Βούλγαρις [1605 – 1608], 22] Γεώργιος Φλώρος [για δεύτερη φορά] [1608 – 1645], 23] Θεοδόσιος Φλώρος [1645 –1675], 24] Χριστόδουλος Βούλγαρις [1675 – 1693], 25] Αναστάσιος Αυλωνίτης [ 1693 –1715], 26] Παναγιώτης Βούλγαρις [1715], 27] Σπυρίδων Βούλγαρις [1715 – 1738], 28] Ιωάννης Βούλγαρις [1738 – 1749], 29] Σπυρίδων Βούλγαρις [1749 – 1760], 30] Αλοίσιος Καπάδοκας [1760 – 1780], 31] Εμμανουήλ Χαλικιόπουλος [1780 – 1781], 32] Δημήτριος Πετρετής [1781 – 1795], 33] Γεώργιος Χαλικιόπουλος-Μαντζαρος [1795 – 1799].

    Στον ανωτέρω κατάλογο των Μεγάλων της Κερκύρας Πρωτοπαπάδων δεν αναφέρονται οι υπηρετήσαντες τον θεσμό  στα χρόνια των Ανδηγαβών ένεκα ελλείψεως στοιχείων. 

    Ως γνωστόν τα Επτάνησα ή νησιά της Ανατολής όπως  τα ωνόμαζαν οι Βενετσιάνοι υπαγόνταν διοικητικά και πνευματικά εις την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης παρεχώρησε στους Μεγάλους Πρωτοπαπάδες ειδικά προνόμια και επισκοπικά δικαιώματα. Όταν αλληλογραφούσε με τον Μέγα Πρωτοπαπά της Κερκύρας τον αποκαλούσε « Θεοφιλέστατον, μέγιστον Αυθέντην και Ποιμένα της περιφήμου Πόλεως και Νήσου των Κορυφών».

    Η εκλογή του Μεγάλου Πρωτοπαπά γίνονταν κάθε πέντε χρόνια και εκλέκτορες ήταν οι εγγεγραμμένοι εις το Ιερόν Τάγμα.

    Το Ιερόν Τάγμα απαρτιζόταν από 22 Ιερείς και, 30 Λαϊκούς. Αργότερα στον αριθμό των εκλεκτόρων προσετέθηκαν και δέκα Βενετσιάνοι άρχοντες. Οι Πρωτοπαπάδες προήρχοντο κυρίως από την Άρχουσα τάξη των Ευγενών, ήσαν γλωσσομαθείς και κάτοχοι της θύραθεν και Εκκλησιαστικής παιδείας. Και η θητεία τους ως προαναφέραμε ήταν πενταετής εντούτοις επανεξελέγοντο και παρέμεναν στο αξίωμα τους μέχρι της τελευτής αυτών. Γι΄ αυτό και δεν έχουμε σχολάζοντες Πρωτοπαπάδες. Την εκλογή του Μεγάλου Πρωτοπαπά την επεκυρώνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Βενετσιάνος Γενικός Προβλεπτής θαλάσσης των Κορυφών.

    Χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες ανήγγειλαν στο λαό την εκλογή του Πρωτοπαπά και πένθιμες  κωδωνοκρουσίες την προς Κύριον εκδημία του..

    Ο Μέγας Πρωτοπαπάς στη διοίκηση της Κερκυραϊκής Εκκλησίας ακολουθούσε το λεγόμενο Συνοδικό σύστημα Συνεργάτες του ήσαν οι αξιωματούχοι Ιερωμένοι οι κατέχοντες κατά την τάξη του Μεγάλου Ευχολογίου τα πέντε μεγάλα οφφίκια. Τα οφφίκια αυτά ήσαν τα εξής 1] του Σακελλάριου, 2] του Άρχοντα των Εκκλησιών, 3] του Αρχιμανδρίτη, 4] του Ιερομνήμονα, 5] του Άρχοντα των Μοναστηριών.

    Η πεντάδα αυτή των οφφικίων συλλειτουργούσε μετά του Μ. Πρωτοπαπά κατά τις επίσημες Δεσποτικές, Θεομητορικές εορτές και τις εορτές των τοπικών Αγίων.

    Ο Μεγάλος Κερκυραίος ιατροφιλόσοφος ευπατρίδης Νικόλαος ο Βούλγαρις, προκειμένου να ενημερώσει τον Πρωτοπαπά για  την έκδοση της  Κατηχήσεως του, απευθύνεται με έγγραφό του γράφοντας.

    « Προς τον Παναιδεσιμώτατον Αυθέντην Πρωτοπαπάν, Ποιμένα ημών και Πρόεδρον  προς την Ιεράν Πεντάδα των υπερτίμων αυτού οφφικίων Ιωάννου Φλώρου Σακελλασρίου, Σπυρίδωνος Βούλγαρι Άρχοντος Εκκλησιών, Γεωργίου Αυλωνίτου Αρχιμανδρίτου, Αντωνίου Μάνεση Ιερομνήμονος, Γεωργίου Βούλγαρι ΄Αρχοντος των Μοναστηριών, σταυροφόρων αξιοπρεπεστάτων».

    Από το έγγραφο αυτό πληροφορούμεθα ότι οι αποτελούντες την Ιεράν Πεντάδα των οφφικίων φορούσαν επιστήθιο Σταυρόν τόσον κατά τας ιερουργίας των μετά του Μεγάλου Πρωτοπαπά, όσον και κατά τας επισήμους εμφανίσεις τους. Επίσης θέλουμε να υπογραμήσουμε  ότι τα παραπάνω οφφίκια δεν εδίδετο « τιμής ένεκεν » όπως γίνεται σήμερα αλλά είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι κατέχοντες αυτά ήσαν υπεύθυνοι εις τον τομέα τους και λογοδοτούσαν εις τον Μέγαν Πρωτοπαπάν.

    Τον ασθενούντα ή απουσιάζοντα ή και αποθανόντα Μέγαν Πρωτοπαπάν αναπληρούσε ο πρώτος τη τάξει των οφφικίων Μέγας Σακελλάριος ή VITSE [Δεύτερος] Πρωτοπαπάς.

    Ο Ιερός Ναός εις τον οποίον εφημέρευε  ο Μέγας Πρωτοπαπάς και για όσα χρόνια κατείχε το αξίωμα εκαλείτο Καθεδρικός Ναός. Το σπίτι που διέμενε η Ιεροκατοικία δηλαδή στεγάζοταν η Ιεροκαγκελλαρία με μοναδικό υπάλληλο τον Ιερογραμματέα που εκλεγόταν για τη θέση αυτή μαζί με την εκλογή του Μεγάλου Πρωτοπαπά.

     Στην Ιεροκαγκελλαρία λειτουργούσε και το Ιεροδικείον. Εκεί εκδιδόταν άδειες γάμου και διαζύγια, αυτό απεφάσιζε για τις ποινές των ατάκτων ιερωμένων και μοναχών. Το Ιεροδικείον επίσης με απόφαση του επέβαλλε επιτίμια και αφορισμούς. Για τις δυο τελευταίες ποινές χρειαζόταν και συγκατάθεση του Βενετσιάνου Άρχοντα.

    Οι Πρωτοπαπάδες σε συνεργασία με τον Άρχοντα των Εκκλησιών ή Μοναστηριών απεφάσιζαν για την ανοικοδόμηση Ιερών Ναών και Μονών και ετελούσαν τα εγκαίνια αυτών.

    Επί της εποχής των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων στη Κέρκυρα λειτουργούσαν εκτός της Πόλεως και πέντε Πρωτοπαπαδικές έδρες της Υπάιθρου, του Γύρου, του Όρους, της Άνω Μέσης, της Κάτω Μέσης και της Λευκίμμης. Μια ακόμη Πρωτοπαπαδική έδρα ελειτουργούσε και εις τους Παξούς.

    Οι επαρχιώτες Πρωτοπαπάδες εφήρμοζαν αυστηρώς την πολιτική του Μεγάλου Πρωτοπαπάδες και είχαν την αναφοράν τους εις αυτόν. Ο Μέγας Πρωτοπαπάς κατά διαστήματα περιόδευε τα χωριά εκάστης Πρωτοπαπαδικής έδρας και έδινε λύσεις επί τόπου στα χρονίζοντα προβλήματα της δικαιοδοσίας του.

    Προβλήματα δημιουργούσαν στην Πρωτοπαπαδικοί εξουσία Κερκύρας οι σχολάζοντες Επίσκοποι που επισκεπτόνταν συχνά το Νησί. Αυτοί χειροτονούσαν χωρίς την άδεια φυσικά του Πρωτοπαπά Διακόνους και Ιερείς με το αζημίωτον βέβαια και έκειραν Μοναχούς χωρίς έλεγχο με αποτέλεσμα οι ρασοφόροι κάθε φορά να πληθαίνουν. Στις περιπτώσεις αυτές οι Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες ζητούσαν τη συνδρομή του Οικουμενικού Πατριαρχείου μια και το Ιεροδικείο δεν ηδύνατο να επιβάλλει ποινές σε παρανομούντες επισκόπους .

    Κατά τις εξωτερικές εμφανίσεις του ο Μέγας Πρωτοπαπάς φορούσε Σκιάδιον στο κεφάλι του η Πίλον χρώματος βυσσινή, εξώρασου επίσης του αυτού χρώματος, κάλτες ερυθρές και ερυθρά υποδήματα. Έφερε επιστήθιον σταυρόν και κρατούσε  ράβδον με ασημένια λαβή. Εις τις εξορμήσεις του αυτές συνοδευόταν πάντοτε από δύο Διακόνους ή από αξιωματούχους Ιερείς της πεντάδας των οφφικίων.

    Στις επίσημες χοροστασίες του κατά τις μεγάλες εορτές ή πανηγύρεις κατελάμβανε τον Αρχιερατικόν Θρόνον φορώντας βυσσινή Μανδύαν και κρατώντας Ράβδον που κατέληγε σε ασημένια ή χρυσή σφαίρα επάνω στην οποία βρισκόταν μικρός σταυρός. Κατά την είσοδον του εις τον Ναόν ευλογούσε τον λαόν ο δε χορός των ιεροψαλτών έψαλλε « τον Αυθέντην και Μέγαν ημών Πρωτοπαπάν Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη».

    Όταν τελούσε τη θεία λειτουργία συλλειτουργούσαν μαζί του οι οφφικιούχοι ιερωμένοι της ιεράς πεντάδας με τη συμμετοχή δυο Διακόνων. Σε μεγάλες Δεσποτικές γιορτές και πανηγύρεις ντυνόταν εις τον Σολέα. Κατά την θεία Λειτουργία φορούσε άπασα την ιερατικήν αυτού στολήν, εφρόντιζε πάντοτε το φελώνι του να είναι χρώματος ερυθρού. Αντί επιγονατίου κρεμούσε χρυσοΰφαντο σχοινί που κατέλληγε σε δυο χρυσές φούντες εφαπτόμενες επί του δεξιού μηρού του. Εις την κεφαλήν του φορούσε χρυσοκέντητο καλυμαύχιο χρώματος βυσινή. Το καλυμαύχιο αυτό είχε τέσσερις κορυφές και εσχημάτιζε σταυρόν. Κάτω από κάθε κορυφή ήταν κεντημένοι οι Ευαγγελιστές. Το κάλυμα αυτό της κεφαλής απετελούσε ιερατικόν άμφιον και αναπληρούσε την επισκοπική μίτραν.

    Ο διάκονος εις τα ειρηνικά εμνημόνευε τον Μ. Πρωτοπαπάν ως ακολούθως. « Υπέρ του Ποιμένος και πατρός ημών Μεγάλου Πρωτοπαπά [ του δείνος]. Μετά το Άγιος ο Θεός ο ιερουργών Πρωτοπαπάς με τα δικηροτρίκηρα στα χέρια εκφωνούσε το « Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού κ.λ.π.» Ακολουθούσε το «Κύριε σώσον τους ευσεβείς» και εψάλετε η φήμη του, την οποίαν επαναλάμβανον οι δύο χοροί, Η φήμη ελέγετο ως εξής: π.χ « Αναστασίου του Παναιδεσιμωτάτου Αυθέντη Μεγάλου Πρωτοπαπά της περιφήμου Πόλεως και Νήσου των Κορυφών, ημών δε Ποιμένος και Πατρός πολλά τα έτη». Στη μεγάλη είσοδο ο Μέγας Πρωτοπαπάς από την Ωραία Πύλην εμνημόνευε τον Οικουμενικόν Πατριάρχην «… του Παναγιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Πατριάρχου ημών [του δείνος] και πάσης επισκοπής Ορθοδόξων του Ευγενεστάτου Άρχοντος και Καπιτάνου [ του δείνος] του Ιερού ημών Κλήρου και του ευβεβούς λαού…

    Στις Πρωτοπαπαδικές Ιερουργίες ωμιλούσε πάντοτε ο έχων το οφφίκιον του Ιερομνήμονα. Μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας ο χορός έψαλλε τον πολυχρόνιον του Μ. Πρωτοπαπά « Πολυχρόνιον ποιήσαις Κύριος ο Θεός τον Παναιδεσιμώτατον και Αυθέντην ημών Μέγαν Πρωτοπαπάν της περιφήμου Πόλεως και Νήσου των Κορυφών κ.κ. Αναστάσιον ημών δε πατέρα και Ποιμένα φύλαττε Κύριε εις πολλά έτη».

    Οι εκλεγμένοι υπό της Πρωτοπαπαδικής Αξίας Εφημέριοι Ιερών Ναών ελάμβαναν τους δύο βαθμούς της Ιερωσύνης από τους ομόρους επισκόπους κυρίως από τους Λευκάδος και Αγίας Μαύρας, και από τον Δελβίνου και Χειμάρας και ουδέποτε από τον Επίσκοπο Ιωαννίνων καίτοι έφερε τον τίτλο του Εξάρχου Ηπείρου και Κερκύρας.

    Τετρακόσια και πλέον χρόνια Λατινοκρατίας στην Κέρκυρα [ 1267- 1799] κανένας Ορθόδοξος Κερκυραίος δεν επρόδωσε το Ορθόδοξο φρόνημά του, απεναντίας όπως προκύπτει από τα εξελληνισθέντα ξενικά επώνυμα αμέτρητος αριθμός Ρωμαιοκαθολικών ορθοτομήθητε και αναγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία και τη Διδασκαλία της.

    Με την κατάργηση του Επισκοπικού Θρόνου της Κέρκυρας επίστευσαν οι Λατίνοι Ποντήφικες της Ρώμης ότι το Ορθόδοξο στοιχείο της Νήσου θα διαλυθεί και ότι οι Κερκυραίοι « ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» θα ασπασθούν την εμβάδα του Πάπα και θα αυγάτιζαν το ποίμνιο του Βατικανού. Και εάν δεν καταστρεφόταν η Κέρκυρα το έτος 1537 από τον Βαρβαρόσα και τον επερχόμενο εποικισμό της πόλης από παθιασμένους Λατινόφρονες Μαλτέζους η Καθολική Αρχιεπισκοπή Κερκύρας δεν θα είχε λόγον υπάρξεως στο μυροβόλο νησί του Ιονίου. Ο καθολικός πληθυσμός δεν θα ξεπερνούσε τον αριθμό των δακτύλων των δύο χεριών του ανθρώπου κάτι που συμβαίνει και στα υπόλοιπα Επτάνησα. Και αυτή η εμμονή των Ορθοδόξων στην πατρώα Θρησκεία οφείλετε στους αγώνες των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων της Κέρκυρας. Που δεν υπήρξαν μονάχα « πιστοί οικονόμοι των Μυστηρίων ου Θεού» αλλά και διαπρύσιοι κήρυκες της Ορθοδόξου Πίστεως . Πολλοί απ΄ αυτούς  για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των Ορθοδόξων που τα καταπατούσαν βάναυσα τα όργανα του Βατικανού κατέφευγαν στο Ρωμαίο Ποντίφηκα διαμαρτυρόμενοι δια τον στραγκαλισμό και τις αυθαιρεσίες των Λατίνων ιερωμένων. Οι Βενετσιάνοι κατακτητές και οι Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι « πέταξαν τον Ποιμένα αλλά τα πρόβατα δεν διεσκορπήσθησαν » έμειναν πιστά στους ποιμένες τους στους μεγάλους δηλαδή Πρωτοπαπάδες της περιφήμου Πόλεως και Νήσου των Κορυφών.  

     

     

                                              Β. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΘΡΟΝΟΣ 

     

    ΙΕΡΟΘΕΟΣ  ΚΙΓΑΛΑΣ

    1800 - 1813 

     

    Μετά την ανασύσταση του Επισκοπικού θρόνου της Κέρκυρας, από τον Ρωσσοτουρκικό Στόλο με επικεφαλής τον Ναύαρχο Ουσακόφ, ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την εκλογή Μητροπολίτου, ο οποίος θα καταλάμβανε την ανασυσταθείσα έδρα.

              Την 7η Ιουλίου 1799, πρώτος Μητροπολίτης εξελέγη ο μέχρι τότε Μέγας Πρωτοπαπάς της Νήσου Γεώργιος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος. Όμως ο ξαφνικός θάνατος του Γεωργίου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου δεν επέτρεψε, ούτε καν τη χειροτονία αυτού εις το επισκοπικό αξίωμα.

              Εν συνεχεία έγινε νέα εκλογή μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων, του Πέτρου- Πολύκαρπου Βούλγαρη και του μεγάλου διδασκάλου Νικηφόρου Θεοτόκη, πρώην αρχιεπισκόπου Σλαβωνίου και Χερσώνος. Τον Νικηφόρο Θεοτόκη παρότρυνε  με επιστολές του και ο Ιωάννης Καποδίστριας. Παρότι όμως η εκλογή του Νικηφόρου Θεοτόκη θεωρούταν βεβαία, εντούτοις η ψηφοφορία της 11ης Οκτωβρίου άλλα φανέρωσε. Την εκλογή κέρδισε ο Πέτρος- Πολύκαρπος Βούλγαρης. Η αποτυχία του Νικηφόρου Θεοτόκη οφείλεται σε παρασκηνιακές κινήσεις του Ρώσου Ναυάρχου Ουσακόφ και στο ότι είχε βγει φήμη ότι ο Θεοτόκης ήταν υπέργηρος και δεν θα αποδεχόταν την εκλογή. Όμως η εκλογή του Βούλγαρη, σύμφωνα και με τους Ιερούς Κανόνες ήταν άκυρη, καθόσον ήταν έγγαμος και είχε υιούς και απογόνους, παρόλα ταύτα όμως εστάλησαν τα σχετικά γράμματα προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη δια την επικύρωση της εκλογής, τα οποία φυσικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν επικύρωσε παρόλες τις προσπάθειες του Βούλγαρη να αποδείξει το ορθό της εκλογής του στηριζόμενος σε ιστορικά παραδείγματα. Η αντίδραση του λαού ήταν μεγάλη και ανάγκασε την Διοίκηση να αποστείλει έγγραφο στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Δωρόθεο, αναγγέλλοντας παράλληλα την επιθυμία του λαού να έχει επίσκοπό του τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Ο Βούλγαρης αναγκάσθηκε τελικά κάτω από το βάρος των περιστάσεων να υποβάλει την παραίτηση του.

              Ορίστηκε λοιπόν νέα εκλογή για την 27η Δεκεμβρίου, κάτω από τις πιέσεις του κόσμου που επιθυμούσε διακαώς για Μητροπολίτη του τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Η διαταχθείσα επαναληπτική εκλογή ανέδειξε  Μητροπολίτη Κερκύρας τον Ιωάννη Τσιγάλα Βαπτιστή, άνδρα εγκρίτου Κερκυραϊκής οικογενείας, λόγιο και συνετό. Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων προσπάθησε να ακυρώσει την εκλογή. Όμως τελικά οι ενστάσεις ήρθησαν και ο Ιερόθεος Κιγάλας χειροτονήθηκε την 2α Φεβρουαρίου 1800 πρώτος Μητροπολίτης Κερκύρας.

              Επί των ημερών του κανονίστηκαν τα εκκλησιαστικά πράγματα, όπως οι χειροτονίες των ιερέων, η ηλικία και τα προσόντα αυτών, τα καθήκοντα των εφημερίων και των επιτρόπων των εκκλησιών. Σύστησε εκκλησιαστικό ταμείο από τα εισοδήματα για την μισθοδοσία του κλήρου καθώς και εκκλησιαστική σχολή.

              Άλλη ειδική Διάταξη προέβλεπε τα αφορούντα τον Ορθόδοξο Κλήρο. Η συγκεκριμένη διάταξη δημοσιεύτηκε από την Γερουσία την 8η Σεπτεμβρίου 1803. Τα σπουδαιότερα άρθρα αφορούσαν την απονομή της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, τις ποινές και τα καθήκοντα των εφημερίων.

              Από το 1803 το ψηφισμένο Σύνταγμα της Ιονίου Πολιτείας προέβλεπε ως επικρατούσα θρησκεία την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Το Σύνταγμα αυτό τηρήθηκε και από τον Μέγα Ναπολέοντα κατά την περίοδο που κατείχαν το νησί. Με νόμο που ψήφισε η Βουλή το 1804 καθόρισε την Εκκλησιαστική Διοίκηση, ορίσθηκε ένας Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας και Παξών, οι δε υπόλοιποι θρόνοι των Ιονίων Νήσων διατηρούνταν ως είχαν.

              Την 18η Σεπτεμβρίου 1811, η Γαλλική Αυτοκρατορική Κυβέρνηση συμπληρώνοντας την Εκκλησιαστική Νομοθεσία της Επτανήσου, δημοσίευσε « Διαταγή των Εκκλησιών και του Κλήρου των Γραικών των Ιονίων Νήσων ».

              Ο πρώτος Μητροπολίτης Κερκύρας Ιερόθεος Κιγάλας, μετά της ανασυστάσεως του θρόνου, αφού ποίμανε με τρόπο άριστο την εκκλησία της Κέρκυρας για δεκατρία χρόνια, απέθανε το 1813 και ετάφη εις την έξω της πόλεως ευρισκομένη τότε Ιερά Μονή Υ. Θ. Πλατυτέρας.

              Την ευθύνη του χηρεύοντος θρόνου ανέλαβε ο επίσκοπος πρώην Παραμυθίας Χρύσανθος , ο οποίος είχε καταφύγει διωκόμενος από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και παρέμενε ως πρόσφυγας στην Κέρκυρα.

     

     

     

    ΜΑΚΑΡΙΟΣ ο από ΡΩΓΩΝ

    1813 - 1827 

     

              Μετά τον θάνατο του Ιεροθέου Κιγάλα το 1813, που όπως αναφέραμε στο προηγούμενο τεύχος, είναι ο πρώτος Μητροπολίτης Κερκύρας μετά την ανασύσταση του Μητροπολιτικού θρόνου της Κέρκυρας, διορίστηκε τοποτηρητής ο Χρύσανθος Κουφαλάς ή Κεφαλάς, ο οποίος είχε διατελέσει Μητροπολίτης Παραμυθίας και παρέμεινε μέχρι το 1818, οπότε και ανέλαβε την τοποτηρητία του θρόνου ο πρώην Επίσκοπος Ρωγών Μακάριος, ο οποίος και παρέμεινε τοποτηρητής μέχρι το 1824. Τα πολλά χρόνια που φαίνεται να χηρεύει ο Μητροπολιτικός θρόνος οφείλονται στο ότι οι πολιτικές περιστάσεις δεν επέτρεψαν την άμεση εκλογή νέου επισκόπου Κερκύρας.

              Εντούτοις το 1814 κατέλαβαν την Κέρκυρα οι Άγγλοι. Μετά από την ίδρυση  της Ιονίου Πολιτείας με την Συνθήκη του Νοεμβρίου του 1815 και με το Σύνταγμα που ψηφίζεται το 1817 ανακηρύσσεται επικρατούσα θρησκεία η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η θρησκευτική διοίκηση, όπως ορίζει το νέο Σύνταγμα, ανατίθεται στους κατά τόπους Αρχιεπισκόπους της Επτανήσου, τον οποίων η εκλογή επικυρώνεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

              Τον Μάιο του 1818, όπως προαναφέραμε, τοποτηρητής του θρόνου αναλαμβάνει ο εκ Μυτιλήνης πρώην επίσκοπος Ρωγών Μακάριος. Ο Μακάριος μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του εξέδωσε εγκύκλιο (14-5-1918) προς τους Ιερείς του Νησιού με την οποία, σε αυστηρό θα λέγαμε τόνο, νουθετεί και διδάσκει τον κλήρο του νησιού, ώστε τούτοι να συμμορφωθούν με την ευπρέπεια και την ευλάβεια που αρμόζει σε ορθόδοξο κληρικό και να αποβάλουν κάθε στοιχείο που δεν αρμόζει τόσο στο ήθος όσο και στην εμφάνισή τους.

              Είναι γεγονός ότι τα πολλά χρόνια που η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κέρκυρας αλλά και όλων των Ιονίων Νήσων παρέμεινε χωρίς την παρουσία επισκόπου και κάτω από το βάρος των Ενετών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είχε ως αποτέλεσμα να έχουν οι ορθόδοξοι ιερείς οδηγηθεί σε ατοπήματα τα οποία ήταν δύσκολο να ξεριζωθούν και να επιστρέψουν στην ορθόδοξη εκκλησιαστική πράξη. Παρόλα αυτά η εγκύκλιος αυτή του Μακαρίου προσπαθεί να θέσει τα πρώτα θεμέλια.

    Το 1824 ξεκίνησαν επίσημα οι παραδόσεις μαθημάτων στην υπό του Κόμητος Γκύλφορδ ιδρυθείσα Ιόνιο Ακαδημία, της οποίας ένα τμήμα ήταν και Θεολογική Σχολή. Πρώτος καθηγητής επί των Θεολογικών ήταν ο Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης τον οποίο διαδέχθηκαν ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος κ.ά. Η Θεολογική αυτή Σχολή, όπως είναι φυσικό συνετέλεσε τα μέγιστα στην κατάρτιση του ορθόδοξου επτανησιακού κλήρου.

    Στο Σύνταγμα του 1817, όριζεται ότι ένας Μητροπολίτης των Ιονίων Νήσων προΐσταται ολοκλήρου της Ιονίου Εκκλησίας με την συναίνεση του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο Μητροπολίτης αυτός κατέχει την ανώτερη πνευματική εξουσία επί της Ιονίου Εκκλησίας και καλείται Έξαρχος. Η θητεία του είναι πενταετής και είναι ένας εκ των Μητροπόλεων Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Λευκάδος. Ο Έξαρχος είχε τον βαθμό του Γερουσιαστή και διέμενε στην πρωτεύουσα του Ιονίου Κράτος τρεις μήνες το χρόνο κατά την διάρκεια των εργασιών της Ιονίου Βουλής προκειμένου να προτείνει τους κατάλληλους για την ευταξία της Εκκλησίας νόμους.

    Η εκλογή των Αρχιερέων των Επτανήσων ορίστηκε να γίνεται από τον ορθόδοξο κλήρο και να προηγείται της χειροτονίας η επικύρωση ης εκλογής από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

    Επιπλέον με βάση το νέο Σύνταγμα εξεδόθησαν και άλλες κανονιστικές διατάξεις οι οποίες ρύθμιζαν διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα, οι οποίες υπεβλήθησαν από τον Βρετανό πρεσβευτή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και έτυχαν σχετικής εγκρίσεως. 

    Ο Μακάριος τελικά μετά από απόφαση της Γερουσίας ορίστηκε να καταλάβει τον χηρεύοντα για έξι χρόνια Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κέρκυρας, στον οποίο και παρέμεινε για μόλις τρία χρόνια μέχρι του θανάτου του, το 1827.

     

     

     

    ΤΟΠΟΤΗΡΗΤΗΣ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΞΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ

    1827 – 1833

     

                Αμέσως μετά τον θάνατο του Μακαρίου την 15η Οκτωβρίου 1827, ορίστηκε τοποτηρητής του θρόνου ο επίσκοπος Παξών Χρύσανθος, ο οποίος αμέσως κατέφθασε στην Κέρκυρα. Η πρώτη του Θεία Λειτουργία ως τοποτηρητής συνέπεσε με το μνημόσυνο του κόμητα και ιδρυτού της Ιονίου Ακαδημίας Γκύλφορδ. Η τοποτηρητεία του διήρκεσε έξι χρόνια, χωρίς να έχουμε κάποιο τρανταχτό εκκλησιαστικό γεγονός να την χαρακτηρίζει. Το σπουδαιότερο είναι η ίδρυση του Ιονίου Σπουδαστηρίου ή Σεμινάριο το οποίο λειτούργησε ως Εκκλησιαστική Σχολή και συνέβαλε σημαντικά στην εκπαίδευση του επτανησιακού κλήρου.

     

     ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΜΑΣΕΛΛΟΣ

    1833-1848

     

    Όπως αναφέραμε η τοποτηρητεία του Χρυσάνθου Παξών διήρκεσε έξι χρόνια, χωρίς να είναι γνωστό γιατί δεν έγινε εκλογή νέου Μητροπολίτου. Ίσως οι γενικότερες πολιτικοεκκλησιαστικές εξελίξεις να συνετέλεσαν στην βραδύτητα της εκλογής. Επιπλέον η χηρεία και άλλων επισκοπών της Επτανήσου κατέστησε την εκλογή νέων επισκόπων επιτακτική.

    Η εκλογή έπρεπε κατά το Σύνταγμα της Ιονίου Πολιτείας να γίνει από τους Ιερείς, όμως τούτο είχε την ισχύ νόμου. Γι’ αυτό το λόγο το Δ΄ Ιόνιο Κοινοβούλιο την 31η Μαΐου ψήφισε ειδικό νόμο περί εκλογής νέων επισκόπων. Στον νέο Νόμο περιγράφονται τα προσόντα των υποψηφίων, ο τρόπος ανάδειξης τους ως υποψηφίους και ο τρόπος εκλογής. Επιπλέον ρητά αναφέρεται η επικύρωση των πρακτικών εκλογής υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου προκειμένου να γίνει η χειροτονία του νέου επισκόπου.

    Σύμφωνα λοιπόν με τον νέο Νόμο ορίστηκε ως ημέρα εκλογής νέου Μητροπολίτου Κερκύρας η 12η Ιουνίου 1833. Οι εκλέκτορες, που όπως είπαμε ήταν οι Ιερείς του νησιού ανέρχονταν στους 241 εκ των οποίων μόνο 33 απουσίασαν. Η εκλογή πραγματοποιήθηκε στον Ι.Ν. Υ.Θ. Σπηλαιωτίσσης. Μετά το τελετουργικό και τα προκαταρτικά ξεκίνησε η ψηφοφορία η οποία ανέδειξε νέο Μητροπολίτη Κερκύρας τον Ιερομόναχο Χρύσανθο Μασσέλο. Η ανακοίνωση του ονόματος του νέου Μητροπολίτου χαροποίησε ιδιαίτερα το συγκεντρωμένο πλήθος, το οποίο με επευφημίες αποδέχθηκε την εκλογή. Η εκλογή του νέου επισκόπου επικυρώθηκε από τη Γερουσία την 16η Ιουνίου και η χειροτονία έγινε την 29η Ιουνίου από τους Αρχιερείς Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και του Επισκόπου Παξών.

    Ο Χρύσανθος Μασσέλος γεννήθηκε το 1785 και καταγόταν από την επαρχία Όρους της βόρειας  Κέρκυρας. Για πολλά χρόνια χρημάτισε εφημέριος του ναού της Παναγίας των Ξένων. Δεν είχε ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις, διέθετε όμως χαρίσματα τα οποία αναδεικνύουν χαρισματικούς ηγέτες: ευφυΐα, διοικητική ικανότητα και απλότητα. Επιπλέον ήταν άριστος γνώστης της λειτουργικής.

    Από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να επισκεφθεί όλες τις ενορίες του νησιού και να δώσει σχετικές οδηγίες για την τακτοποίηση όλων των εκκρεμοτήτων και προβλημάτων που αντιμετώπισε.

    Σημαντικό επίσης έργο του είναι η δημιουργία σε συνεργασία με την Πολιτεία του Δημοσίου Κοιμητηρίου (σημερινό Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο Γαρίτσας), του οποίου ο θεμέλιος λίθος της εκκλησίας ετέθη το 1838 και την 4η Ιουνίου 1840 έγιναν τα εγκαίνια. Το γεγονός αυτό θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό καθόσον μέχρι τότε υπήρχε η συνήθεια οι νεκροί να θάπτονται εντός των ναών. Συνάμα άρχισαν να ιδρύονται νεκροταφεία σε όλα τα χωρία του νησιού, έτσι ώστε κάθε χωριό να έχει το δικό του νεκροταφείο.

    Επίσης επί των ημερών του ιδρύθηκε η Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας (Παλαιά) προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που είχε ανακύψει με τη διακοπή παρουσίας Αγγλικής μπάντας κατά τις λιτανείες του Αγίου Σπυρίδωνος μετά από απόφαση της Βασίλισσας της Αγγλίας την οποία παρουσίασε στον Χρύσανθο ο Άγγλος Αρμοστής Δούγλας.

    Το 1841 ο Χρύσανθος Μασσέλος ανακήρυξε Καθεδρικό Ναό και Μητρόπολη τον Ναό της Υ. Θ. Σπηλαιωτίσσης (σημερινή Μητρόπολη) αντί του Ναού του Ταξιάρχου στο Καμπιέλο που ήταν μέχρι τότε.

    Ο Χρύσανθος Μασσέλος αφού ποίμανε με επιτυχία την Εκκλησία της Κερκύρας για 15 χρόνια απεβίωσε την 11η Μαρτίου 1848 σε ηλικία 63 ετών και ετάφη στο Α΄ Δημόσιο Κοιμητήριο.

     

    ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

    1848 – 1870

     

    Μετά τον θάνατο του Χρυσάνθου η εκλογή νέου Μητροπολίτη έγινε αμέσως. Την 29 Μαΐου 1848 συνήλθε ο κλήρος στον Καθεδρικό ναό της Κέρκυρας για την διαδικασία εκλογής νέου Μητροπολίτου. Το αποτέλεσμα ήταν να εκλεγεί παμψηφεί ο Αθανάσιος Πολίτης, ο οποίος ήταν μέχρι τότε Μέγας Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως. Ο Αθανάσιος γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1803 και σπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία της οποίας αργότερα διετέλεσε καθηγητής Ιστορίας και Ερμηνείας. Ήδη πολύ πριν της εκλογής είχε συγκεντρώσει την αγάπη των κληρικών και του λαού και η εκλογή του ήταν σίγουρη και αναμενόμενη γεγονός που μαρτυρείται και από το γεγονός, ότι μόνον αυτός ήταν υποψήφιος για την πλήρωση της θέσεως.

                Ο Αθανάσιος χειροτονήθηκε στις αρχές του 1850, όμως από την ημέρα της εκλογής άρχισε να αγωνίζεται με σθένος για τις υποθέσεις της Εκκλησίας της Κέρκυρας έχοντας πάντα την αγάπη του λαού, που πάντοτε εκτιμούσε την μετριοφροσύνη του.

                Από την αρχή της εκλογής ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Λατίνο Επίσκοπο  Νίχολσον με αφορμή την υπογραφή του Λατίνου Επισκόπου ως Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας. Το τίτλο αυτό προσέβαλε με σφοδρότητα έναντι των Αρχών ο Αθανάσιος, υποστηρίζοντας ότι δεν επρόκειτο απλώς για λέξεις αλλά για δικαιώματα. Το ζήτημα έληξε τελικά το 1853 υπέρ του Αθανασίου.

                Σημαντική ήταν η προσπάθεια που κατέβαλε για την βελτίωση του κλήρου. Επί των ημερών του ιδρύθηκε Ιεροσπουδαστήριο και κατόρθωσε τα θρησκευτικά μαθήματα στα δημόσια σχολεία να διδάσκονται με την επίβλεψή του.

                Εκεί όμως που πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή είναι στον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτησε για την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Ήδη επί των ημερών του Άγγλου Αρμοστή Ουάρδου (1850) είχε αρχίσει να αναζωπυρώνεται η ιδέα της Ενώσεως με την Ελλάδα. Ο Μητροπολίτης Αθανάσιος μαζί με άλλους επιφανείς άνδρες είχε γίνει μέλος μιας μυστικής οργανώσεως που είχε σκοπό την πραγματοποίηση της Ενώσεως. Γρήγορα ο Αθανάσιος έγινε η ψυχή της ιδέας και προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει των αγώνα των σκλαβωμένων Ελλήνων κατά του Τουρκικού ζυγού, ιδιαίτερα των Ηπειρωτών. Δεν δίστασε δε ενώπιον του αρμοστού Γλάδστων να υποστηρίξει ότι μόνος πόθος των Κερκυραίων ήταν η Ένωσις.

                Την 17 Ιανουαρίου 1859 η ΙΑ΄ Ιόνιος Βουλή για πρώτη φορά με ψήφισμά της διακήρυττε, ότι μόνη θέληση του Ιονίου λαού είναι η Ένωση της Επτανήσου με το Βασίλειο της Ελλάδος. Όλες εκείνες τις ημέρες ο Αθανάσιος νυχθημερόν συνεργαζόταν με τους ριζοσπάστες βουλευτές για να εμψυχώσει τον λαό. Διέταξε τους Ιερείς να τελέσουν δεήσεις και δοξολογίες και ο ίδιος την 20 Ιανουαρίου μετέβη μαζί με τους βουλευτές στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος και τέλεσε δέηση στην οποία απηύθυνε ειδική ευχή υπέρ της Ενώσεως. Ήδη το ζήτημα είχε σχεδόν ωριμάσει. Την 23 Σεπτεμβρίου 1863 εξέδωσε εγκύκλιο προς τον λαό της Κερκύρας στην οποία φανερώνεται η μεγάλη του επιθυμία για την Ένωση αλλά και ο ηγετικός του ρόλος. Την 21 Μαΐου υποδέχθηκε με πλήρη Αρχιερατική στολή στο λιμάνι τον Ελληνικό Στρατό τον οποίο οδήγησε προπορευόμενος στο μέσο της πλατείας. Εκεί ευλόγησε την Ελληνική σημαία και την παρέδωσε στον Στρατό και στην Ελληνική Πολιτεία την οποία αντιπροσώπευε ο Θ. Ζαΐμης. Την 29 Μαΐου υποδέχθηκε τον νεαρό βασιλέα τον οποίο και προσφώνησε με ιδιαίτερα θερμά λόγια. Λίγο μετά την Ένωση κατά τον μήνα Ιούνιο ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας τον παρασημοφόρησε με τον μεγαλόσταυρο της Αγ. Άννης και ο βασιλεύς Γεώργιος με τον Ταξιάρχη του Σωτήρος. Τα παράσημα αυτά ποτέ δεν τα φόρεσε και στο στήθος κρεμόταν μόνο ένας σταυρός και αυτός μέσα από το ράσο του.

                Αμέσως μετά την Ένωση προέκυψε το ζήτημα της ενώσεως και της Ιονίου  Εκκλησίας με το βασίλειο της Ελλάδος. Η Ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε την γνώμη για τούτο των Επτανησίων ιεραρχών, οι οποίοι άλλοι μεν απήντησαν αρνητικώς άλλοι δίστασαν και μόνος ο Αθανάσιος απάντησε θετικά.

    Την εποχή εκείνη Έξαρχος της Ιονίου Εκκλησίας ήταν ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας και θα τον διαδεχόταν ο Μητροπολίτης Ζακύνθου. Η Κυβέρνηση όμως που συμπαθούσε περισσότερο τον Αθανάσιο υπερπήδησε τη σειρά και ανέδειξε Έξαρχο τον Αθανάσιο. Το γεγονός αυτό δημιούργησε προβλήματα μεταξύ των Επτανησίων Ιεραρχών. Όμως ο Αθανάσιος δεν πτοήθηκε και παρουσίασε στην Σύνοδο υπόμνημα με το οποίο παρουσίαζε τη θέληση πάντων των Επτανησίων Ιεραρχών για αφομοίωση της Ιονίου Εκκλησίας από την Ελληνική. Οι διαμαρτυρίες των άλλων Ιεραρχών ήταν έντονες, ιδιαίτερα του Κεφαλληνίας όμως η Σύνοδος της Εκκλησίας έλαβε υπόψη μόνον το έγγραφο του Αθανασίου, ζήτησε άδεια από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την οποία έλαβε και την κοινοποίησε στους Αρχιερείς μέσω της Κυβερνήσεως. Ο σχετικός Πατριαρχικός Τόμος εκδόθηκε τον Ιούλιο του ιδίου έτους.

                Την τελευταία πενταετία της ζωής του ο Αθανάσιος την πέρασε μακριά από τον κόσμο. Πολλές φορές κλήθηκε στην Αθήνα για να συμμετάσχει στις εργασίες της Συνόδου αλλά ποτέ δεν πήγε προβάλλοντας ασθένεια και γήρας. Ίσως δεν ήθελε να δει από κοντά πράγματα Πολιτικά και Εκκλησιαστικά που δεν επιδοκίμαζε.

                Ο Μητροπολίτης Αθανάσιος απεβίωσε την 29 Απριλίου 1870 σε ηλικία 68 ετών και ετάφη δημοσία δαπάνη στον Ναό της Αγίας Τριάδος στο προάστειο Γαρίτσα.

     

     

     

    ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΧΑΡΙΑΤΗΣ

    1870 - 1881

     

              Μετά τον θάνατο του Αθανασίου δεν άργησε η εκλογή του νέου Μητροπολίτου. Το 1870 εκ των τριών υποψηφίων εξελέγη ο Αρχιμανδρίτης Αντώνιος Χαριάτης, προϊστάμενος της εν Βιέννη Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος.

              Ο Αντώνιος Χαριάτης, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1825. Το 1860, όντας ιερέας προσκαλέστηκε από της εν Βιέννη Ελληνικής Κοινότητος ως εφημέριος και κατηχητής. Εκεί διακρίθηκε για την επιμέλεια και εργατικότητά  του, υπηρετώντας ως προϊστάμενος της Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος.

              Η ενθρόνισή του ως Μητροπολίτου Κερκύρας έγινε με λαμπρότητα, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Πρώτο του και σημαντικό έργο ήταν η ενότητα του κλήρου. Επίσης προχώρησε στη σύσταση ειδικού Ιερατικού Ταμείου, το οποίο είχε ως σκοπό να καλύπτει τις ανάγκες φτωχών και ασθενών Ιερέων. Το Ταμείο αυτό λειτουργούσε υπό την εποπτεία του με κανονισμό τον οποίο ο ίδιος ο Αντώνιος συνέταξε και συντηρούνταν από δωρεές πλουσίων προσωπικών φίλων του Αντωνίου, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

              Ως πρόεδρος δε του Πετριδείου κληροδοτήματος φρόντισε να δίδεται σχετική υποτροφία σε νέους των Επτανήσων, προκειμένου αυτοί να μπορούν να εκπαιδεύονται στα Πανεπιστήμια των Αθηνών ή της Ευρώπης.

              Το 1873 πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόφιλος και η Ιερά Σύνοδος πρότεινε την μετάθεση του Αντωνίου από τον Μητροπολιτικό Θρόνο της Κέρκυρας στον Προεδρικό Μητροπολιτικό Θρόνο των Αθηνών. Η πρόταση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Αθήνα αλλά και της Κυβέρνησης Δεληγιώργη, ώστε να μην επικυρωθεί ποτέ η εκλογή του Αντωνίου από την Κυβέρνηση με το αιτιολογικό, ότι δεν προηγήθηκε συνεννόηση της Ιεράς Συνόδου μετά της Κυβερνήσεως, κατηγορώντας παράλληλα τον Αντώνιο για αντιεθνική στάση.

              Η εκλογή του Αντωνίου υπό της Ιεράς Συνόδου ήταν καθόλα νόμιμη, όμως η όλη στάση του Αντωνίου κατά την παρουσία του στις εργασίες της Ιεράς Συνόδου δεν ήταν φιλική ως προς τα συμφέροντα της Κυβερνήσεως και αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που δεν έγινε δεκτή η εκλογή του.  

              Ο Αντώνιος βλέποντας και αξιολογώντας όλες τις καταστάσεις απέσυρε την υποψηφιότητά του και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου και έτυχε θερμής υποδοχής από τον λαό. Τότε ξεκίνησε και κατάφερε την ανασύσταση του Ιεροσπουδαστηρίου το οποίο είχε καταργηθεί μετά την Ένωση των Επτανήσων.

              Όμως η περίοδος ηρεμίας δεν κράτησε πολύ. Η μεγάλη κατάχρηση που παρουσιάστηκε στο Ταμείο των Ιερέων, όχι από Κερκυραίους, τον συγκλόνισε βαθιά, ώστε σχεδόν αμέσως εγκατέλειψε την Κέρκυρα και περιηγήθηκε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να συγκεντρώσει το έλλειμμα του Ταμείου. Συγχρόνως υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο την παραίτησή του από τον Μητροπολιτικό Θρόνο της Κέρκυρας, επικαλούμενος λόγους ασθενείας, στην πραγματικότητα όμως ένοιωθε μέσα του πολύ πικραμένος από τις όλες εξελίξεις και δεν άντεχε πλέον το βάρος της διοικήσεως.

              Η Αρχιεπισκοπή της Κέρκυρας παρέμεινε χηρεύουσα για τρία χρόνια Όμως αργότερα ο Αντώνιος, αφού πλέον είχε συγκεντρώσει και τα χρήματα του ελλείμματος, υπέβαλε αίτηση για να επανέλθει ξανά στην Επισκοπή του, υποστηρίζοντας ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι ασθενείας τους οποίους είχε επικαλεστεί.

              Η Επιτροπή που συγκροτήθηκε από Καθηγητές της Θεολογίας και του Εκκλησιαστικού Δικαίου γνωμοδότησε υπέρ της επαναφοράς του Αντωνίου, όμως στην Κυβέρνηση και στην Ιερά Σύνοδο επικράτησε αντίθετη γνώμη περί πληρώσεως του θρόνου της Κέρκυρας δια νέας εκλογής.

              Έκτοτε ο παραιτηθείς Αντώνιος απομακρύνθηκε οριστικά από την Κέρκυρα.

              Στην αρχή ξαναγύρισε στη Βιέννη και αργότερα επέστρεψε στην γενέτειρά του Ζάκυνθο, όπου τελείωσε την ζωή του στις 24 Ιανουαρίου του 1882. Στην Διαθήκη του όρισε μία μίτρα και μία ποιμαντική ράβδος να αφιερωθούν στην Μητρόπολη Κερκύρας.

     

     

     

    ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΒΟΥΛΙΣΜΑΣ

    1884-1895

     

                Μετά την παραίτηση του Αντωνίου το 1881 ο Αρχιεπισκοπικός θρόνος της Κερκύρας παρέμεινε εν χηρεία μέχρι το 1884, οπότε εξελέγη, μεταξύ δύο υποψηφίων, Μητροπολίτης ο Αρχιμ. Ευστάθιος Βουλισμάς. Η χειροτονία του έγινε στην Αθήνα την 27 Αυγούστου 1884.

                Ο Ευστάθιος γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1819 και έλαβε εκπαίδευση στην Κέρκυρα, στην Ιόνιο Ακαδημία, όπου σπούδασε Θεολογία και Μαθηματικά και της οποίας διορίστηκε καθηγητής της Πρακτικής Θεολογίας τον Ιανουάριο του 1858.Το 1859 μαζί με άλλους επιφανείς Κερκυραίους ίδρυσαν την Ιόνιο Εταιρεία, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Α. Μουσταξίδης. Σκοπός της Εταιρείας ήταν η καλλιέργεια των γραμμάτων και των επιστημών. Το 1869 προσκαλέστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ανέλαβε την διεύθυνση της Εμπορικής Σχολής της Χάλκης συγχρόνως με τα καθήκοντα γραμματέα του Πατριαρχείου. Από εκεί μετατέθηκε και διορίστηκε προϊστάμενος της Ελληνικής Εκκλησίας της Οδυσσού και των γύρω Εκκλησιών.

    Ο Ευστάθιος αγάπησε πολύ την Κέρκυρα και απέρριψε αμέσως πρόταση που του έγινε από φίλο του να τον βοηθήσει να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος Αθηνών μετά τον θάνατο του Προκοπίου τον Φεβρουάριο του 1889, τονίζοντας ότι: «Κρείττονα νομίζω την Κέρκυρα των Αθηνών». Κατά την Αρχιερατική του διακονία δεν σταμάτησε ποτέ να διδάσκει και να κηρύττει επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ζήλο για την επιμόρφωση και βελτίωση του κλήρου προσπαθώντας να χειροτονεί ιερείς που να έχουν τόσον Θεολογική παιδεία αλλά κυρίως θεολογικό ήθος, επαναλαμβάνοντας σε κάθε ευκαιρία ότι «θέλω εφημερίους και όχι θεολόγους». Παράλληλα προσπάθησε να συνδυάσει τον ρόλο του ιερέα με αυτόν του δασκάλου, υποβάλλοντας συνεχώς σχετικά υπομνήματα προς την Ιερά Σύνοδο, τους πολιτευτές του νησιού και την Κυβέρνηση.

                Συνέγραψε αρκετά έργα τα οποία αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για την επίλυση διαφόρων εκκλησιαστικών και μη ζητημάτων, γεγονός που έκανε πολλούς μελετητές να καταφεύγουν συχνά στα έργα του Ευσταθίου. Ως μέλος δε της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος πολλές φορές βοήθησε με τη φωτισμένη γνώμη του πάνω σε θέματα Κανονικού Δικαίου, το οποίο γνώρισε όσο ελάχιστοι εκ των Αρχιερέων. Το 1889 με αφορμή ζήτημα που είχε ανακύψει από την διάλυση ενός μικτού Γάμου, παρέδωσε ένα θαυμάσιο υπόμνημα προς την Ελληνική Κυβέρνηση και την Ιερά Σύνοδο. Στο υπόμνημα διακρίνεται η βαθιά γνώση του πάνω στη σχετική νομοθεσία αλλά και της ιστορίας της Επτανήσου και υποστήριζε ότι με κανένα τρόπο δεν πρέπει να εμποδίζονται οι μικτοί γάμοι διότι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «ούτοι πάντοτε απεδείχθησαν ευεργετικοί και αφομοιωτικοί των αλλοεθνών υπέρ της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, δια των Ελληνίδων μητέρων μάλιστα των εισερχομένων δια του γάμου εις αλλογενών οίκους».

    Τελευταίο έργο υπήρξε η δημοσίευση μιας ανέκδοτης επιστολής του Ιωσήφ Βρυέννιου, η οποία αφορούσε τις τελευταίες ημέρες του Ελληνικού Βυζαντινού Κράτους.

                Τον χειμώνα του 1894 προσβλήθηκε από έντονη γρίπη από την οποία ποτέ δεν ανέρρωσε παντελώς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αρρώστια του να μεταβληθεί σε γεροντικό μαρασμό και την 14η Μαΐου του 1895 απεβίωσε σε ηλικία 76 ετών. Η κηδεία του έγινε με κάθε επισημότητα από τον Μητροπολιτικό Ναό και την παρέστησαν όλες οι αρχές του νησιού, προϊστάμενοι ετερόδοξων Εκκλησιών αλλά και σύσσωμος ο μαθητικός κόσμος της πόλης της Κέρκυρας. Η ταφή του έγινε στο Νεκροταφείο της Γαρίτσας.

                Ο Ευστάθιος αν και πολλές φορές κατά τη διάρκεια της θητείας του πικράθηκε από διαφόρους εντούτοις πάντοτε αντιμετώπιζε τα πράγματα με αξιοζήλευτη υπομονή και ψυχραιμία γνωρίζοντας ότι οι πικρίες είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής αυτών που διαθέτουν υψηλή θέση και αξίωμα.   

     

     

     

    ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΗΜΟΓΛΟΥ

    (1930-1942)

    Μετά την αποχώρηση του Μητροπολίτου Αθηναγόρα Σπύρου για να αναλάβει την Αρχιεπισκοπή Αμερικής την θέση του Μητροπολιτικού Θρόνου της Κέρκυρας ανέλαβε ο από Ροδοστόλου και Βορείου και Νοτίου Αμερικής Αλέξανδρος Δήμογλου. Εγεννήθη το 1876 στην Χαλκηδόνα. Εσπούδασε εις την Θεολογική Σχολή της Χάλκης όπου απεφοίτησε το 1902. Διάκονος εχειροτονήθη το 1895 και Πρεσβύτερος; Το 1902, υπηρέτησε εις τις Ιερές Μητροπόλεις Εφέσου, Ανδριανουπόλεως, Ξάνθης, Θεσσαλονίκης και Αθηνών την 21Οκτωβρίου 1917 εξελέγη Τιτουλάριος Επίσκοπος Ροδοστόλου.

    Το έτος 1918 μετέσχε Εκκλησιαστικής αποστολής υπό τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο Μεταξάκη μετέβη στην Αμερική και από της 20 Οκτωβρίου 1918 ανέλαβε την διαποίμανση των εν Αμερική Ελλήνων Ορθοδόξων. Την 11 Μαΐου 1922 που ιδρύθηκε η Ελληνορθόδοξος Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής ωνομάσθη  Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής και παραμένει μέχρι το 1930 οπότε για να ειρηνεύσει του σπαρασσόμενου από τον διχασμό και τις αντιθέσεις Ελληνισμού της Αμερικής παρετήθη της θέσεως του και απεδέχθη την εκλογή του ως Μητροπολίτου Κερκύρας όπου ποίμανε την Μητρόπολη Κερκύρας ως τις τραγικές ημέρες του 1942( Γερμανική Κατοχή)

    Επί των ημερών του συνέβησαν πολλά και σημαντικά πράγματα στην Κέρκυρα. Βέβαια ο Β.΄ Παγκόσμιος Πόλεμος περιόρισε τις δραστηριότητες της Εκκλησίας, όπως παρόλα αυτά οι Κερκυραίοι κράτησαν ανόθευτη την πίστη τους και διατήρησαν τα ήθη και έθιμά τους.

     

     

    ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΟΝΤΟΣΤΑΝΟΣ

    (1942-1967)

     

         Ο Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Μεθόδιος Κοντοστάνος, (κατά κόσμον Γεώργιος) γεννήθηκε στο χωριό Νυμφαίς της Κέρκυρας την 7 Ιουνίου 1881. Η οικογένεια του ήταν αγροτική. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του και εν συνεχεία στο Ελληνικό Σχολείο και Γυμνάσιο στην πόλη της Κέρκυρας. Μοναχός εκάρη στην Ι.Μ. Υ. Θ. Παλαιοκαστριτίσσης και την 2α Μαρτίου 1908 χειροτονήθηκε διάκονος υπό του Μητροπολίτου Κερκύρας Σεβαστιανού Νικοκάβουρα, του οποίου διετέλεσε ιδιαίτερος Γραμματεύς μέχρι το 1915, όπου και εγγράφη στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών εκ της οποίας απεφοίτησε το έτος 1918 με βαθμό άριστα.

            Το 1915 εγράφη στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Ευβοίας. Εκεί χειροτονήθηκε εις Πρεσβύτερο από τον Κερκυραίο Μητροπολίτη Χαλκίδος κ. Χρύσανθο Προβατά, ο οποίος τον προχείρησε Αρχιμανδρίτη και τον τοποθέτησε Αρχιερατικό Επίτροπο Αιδηψού. Κατά τα έτη 1918-1923 υπηρέτησε Καθηγητής στην Αιδηψό, το 1923-1924 Γραμματεύς της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και από το 1925-1942 ξανά ως Καθηγητής στην Αιδηψό, Αθήνα και Πειραιά. 

           Ο Μεθόδιος ως Αρχιμανδρίτης διακρίθηκε ως Ιεροκήρυκας αλλά και για το πλούσιο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο του. Την 17 Σεπτεμβρίου 1942 εξελέγει παμψηφεί Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών. Η χειροτονία του έγινε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών την 20η Σεπτεμβρίου 1942 και ενθρονίστηκε στην Κέρκυρα την 24η Νοεμβρίου 1942, σε μία εποχή δύσκολη για το νησί λόγω της Ιταλικής κατοχής, υπό της οποίας ευρισκόταν τότε η Κέρκυρα.

        O Μεθόδιος ως Μητροπολίτης ανέπτυξε πλούσια εκκλησιαστική, ποιμαντική και εθνική δραστηριότητα. Αναδείχθηκε σθεναρός μαχητής της Ορθοδόξου πίστεως, του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος και άλλων θεολογικών και εθνικών ζητημάτων. Δόκιμος και ακαταπόνητος κήρυκας του θείου λόγου, άριστος λειτουργός, συγγραφέας πολύγραφος, ποίμανε με δεξιότητα την Μητρόπολη της Κέρκυρας. Επίσης έλαβε μέρος σε αποστολές της Εκκλησίας της Ελλάδος στο εξωτερικό ως Συνοδικό μέλος.

            Η συγγραφική του παρακαταθήκη είναι μεγάλη και σπουδαία. Σημαντικότερα πονήματά του είναι «Τελετουργική» Α΄ Τόμος, «Βίος του Ιησού», Α΄ Τόμος, «Ο Κοραής και αι γνώμαι αυτού περί της Παιδείας», «Εισηγητικαί Γνωματεύσεις», «Συνάντησις των Χριστιανικών Εκκλησιών» κ.ά.

           Για τις πολλές του υπηρεσίες τιμήθηκε με πολλά παράσημα, όπως ο μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Φοίνικα.

           Το Ιανουάριο του 1967 τέθηκε εκτός υπηρεσίας ως υπερήλικας μετά δε την ενθρόνιση του διάδοχου του Πολυκάρπου Βαγενά εγκατέλειψε το Μητροπολιτικό Κτίριο και εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα της Κέρκυρας πληρώνοντας ενοίκιο. Η αφιλοχρηματία του και ακτημοσύνη ήταν ένα χαρακτηριστικό που διέκρινε τον βίου του μακαριστού Ιεράρχη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Την μόνη περιούσια του, τις τέσσερεις δηλαδή αρχιερατικές του στολές τις μοίρασε μετά την αποχώρησή του από τον θρόνο και κράτησε για τον εαυτό του μία μόνον για την κηδεία του, καθώς και ένα ωμοφόριο και επιτραχήλιο, για να τα φορεί κατά την μετάληψη των αχράντων μυστηρίων.

          Εξεδήμησε προς Κύριον την 18 Μαΐου 1972 σε ηλικία 91 ετών, διατηρώντας όμως μέχρι του θανάτου του την πνευματική του διαύγεια.

           Η εκτίμηση και σεβασμός του Κερκυραϊκού λαού και του κλήρου προς το πρόσωπό του φάνηκε ιδιαίτερα κατά την εκφορά της σεπτής σορού, όπου η συμμετοχή του λαού ήταν πάνδημος και οι εκδηλώσεις λίαν συγκινητικές. Ο μακαριστός Ιεράρχης έχαιρε εκτιμήσεως όχι μόνο μεταξύ των Εκκλησιαστικών Κύκλων και των συνεργατών του. Πολλοί μη Κερκυραίοι τιμούσαν τον Ιεράρχη και ζητούσαν απ' αυτόν την συμβουλή και γνώμη του.

         Προτομή του Κερκυραίου Ιεράρχη τοποθέτη στον Ιερό Ναό του Αγίου Θαυματουργού Σπυρίδωνος

     

     

    ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ

    1984 – 2002

                Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων Τιμόθεος [κατά κόσμον  Ανδρέας] Τριβιζάς του Σπυρίδωνος και της Ελένης γεννήθηκε στον Αγρό της Κέρκυρας το 1939. Τα πρώτα γυμνασιακά γράμματα τα παρακολούθησε στο 2ο Γυμνάσιο Κερκύρας. Από μικρή ηλικία επιθυμούσε να γίνει κληρικός. Προς τούτο τον ενέπνευσαν και τον βοήθησαν οι ευσεβείς γονείς του. Αφού υπηρέτησε αργότερα ως στρατιώτης την στρατιωτική του  θητεία, την 18η Αυγούστου 1962 από το Μητροπολίτη Μονεμβασίας και  Σπάρτης Κυπριανό εκάρη Μοναχός εις την Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης και την επομένη από τον ίδιο Μητροπολίτη χειροτονήθηκε Διάκονος. Στη συνέχεια σπούδασε Θεολογία στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε το πτυχίο του το 1967. Την 15 Απριλίου 1967 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και έλαβε το οφφίκειο του Αρχιμανδρίτου από τον ίδιο Αρχιερέα. Το έτος 1967 με τη βοήθεια του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα μετέβη στην Αγγλία δια μεταπτυχιακές σπουδές όπου παρακολούθησε Κοινωνιολογία και Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του ESSEX,ως Προϊστάμενος σε διαφόρους ενορίας με πλουσιότατο ποιμαντικό έργο, καθώς επίσης ίδρυσε και  διοργάνωσε εξατάξια ελληνικά σχολεία. Στη συνέχεια ενεγράφη στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο ΄΄ KINGS COLIEGE  ΄΄ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και ειδικεύτηκε, εις τον μεταπτυχιακό τομέα εις την έδρα της Δογματικής Θεολογίας όπου υπέβαλε διατριβή και διακριθείς εις την επίδοση της μελέτης και της έρευνας ανακηρύχθηκε ΄΄MASTER΄΄ της Φιλοσοφίας εις την έδρα της δογματικής Θεολογίας. Παράλληλα σε ειδικό Κολλέγιο παρακολούθησε αγγλική Φιλολογία. Με το τέλος των σπουδών του το 1970 επανήλθε στην Ελλάδα και διορίσθει Προϊστάμενος στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτση όπου υπηρέτησε για 15 συνεχή χρόνια  Στο ως άνω Ιερό Ναό διακρίθηκε  για το πολύπλευρο ποιμαντικό και Κοινωνικό του έργο. Επίσης μόλις ήλθε στην Ελλάδα διορισθεί και δίδαξε δογματική Θεολογία εις την Νυκτερινή Ιερατική Σχολή Αθηνών παράλληλα διωρίσθει και υπάλληλος της Ιεράς Συνόδου όπου υπηρέτησε για 15 χρόνια.. Στην Ιερά Σύνοδο κατ΄ αρχήν υπηρέτησε ως Γραμματέας της Συνοδικής Επιτροπής Ποιμαντικού έργου και Θείας Λατρείας όπου διοργάνωνε Ποιμαντικά Συνέδρια και Σεμινάρια, όπου εισηγείτο αναλόγων θεολογικά θέματα ,

                Η Εκκλησία εκτιμώντας το έργο του τον έστειλε στην Αμερική όπου μετεκπαιδεύθη  σε θέματα ποιμαντικού έργου των Ναυτικών.  Αργότερα η Ιερά Σύνοδος τον έστειλε στο Βατικανό και μετεκπαιδεύθη σε θέματα ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας στον Τουρισμό, όπου έγραψε ειδικές μελέτες. Στη συνέχεια διορίσθηκε Διευθυντής του Ιδιαιτέρου Γραφείου του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. και τέλος εξελέγη υπό της Ιεράς Συνόδου Αρχιγραμματέας και διοικόνισε από το έτος 1981 για μια τριετία μέχρι της εκλογής του εις Μητροπολίτη. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος  την 2α Μαΐου 1984 μετά από μυστική ψηφοφορία ευρέθησαν 67 ψηφοδέλτια και έλαβε 56 ψήφους και εξελέγη Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, οι σε συνυποψήφιοι του Αρχιμ. Μεθόδιος Μεταλληνός [Πρωτοσυγκελλεύων της Ιεράς Μητροπόλεως] έλαβε 6 ψήφους και ο Επίσκοπος Ευρίπου Βασίλειος [ βοηθός του Αρχιεπισκόπου Αθηνών] έλαβε 4 ψήφους.

                Η χειροτονία του εις Επίσκοπον έγινε στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών την Παρασκευή 4 Μαΐου προεξάρχοντος του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ συμπαραστατούμενος από πολλούς Αρχιερείς. Η δε ενθρόνιση του στην Κέρκυρα έγινε στο Μητροπολιτικό Ναό την Κυριακή 3 Ιουνίου παρουσία του Εκπροσώπου της Ιεράς Συνόδου Μητροπολίτου Παραμυθίας, Φιλιατών Γηρομερίου και Πάργας κ. Τίτου, πολλών Αρχιερέων και όλων των τοπικών Αρχών.    

                Υπηρέτησε ως Μέλος της Διοικούσης Επιτροπής του Ιονίου Πανεπιστημίου από 1984 έως 1997.Το 1989 ορίστηκε με Συνοδικές Αποφάσεις Υπεύθυνος Σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος και της ΕΟΚ. Ήταν τακτικό Αρχιερατικό Μέλος πολλών Συνοδικών Επιτροπών όπως των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων και της Συνοδικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων. Εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος σε αναρίθμητα συνέδρια την Ελλάδα και ιδιαίτερα σ΄ όλα τα κράτη του  Εξωτερικού.

                            Ως Μητροπολίτης Κερκύρας Παξών και Διαποντίων Νήσων ανέπτυξε ένα ολοκληρωμένο δίκτυο κοινωνικής προσφοράς με την δημιουργία του Ιδρύματος Χρονίως Πασχόντων ΄΄ Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ΄΄ ,το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ειδικών Παιδιών, τις Εκκλησιαστικές Κατασκηνώσεις στην Κασσιώπη το Σταθμό Εθελοντικής Αιμοδοσίας, το Εκκλησιαστικό Κηροπλαστείο, το Πνευματικό Κέντρο στην οδό Ακαδημίας. Το Μουσείο των Αγίων Πατέρων, Το Συνεδριακό Κέντρο, Την αναστήλωση εκατοντάδων Μνημείων. Την επαναφορά της Δεξιάς Χείρας του Αγίου Θαυματουργού Σπυρίδωνος από την Ρώμη κ.α .

                Η Ακαδημία Αθηνών αξιολογώντας το ποιμαντικό και κοινωνικό του έργο, ομοφώνως στην Συνεδρίαση της Ολομέλειας τις 23 Νοεμβρίου 1995 τον βράβευσε

                Ο Μητροπολίτης Κερκύρας Παξών και Διαποντίων Νήσων Τιμόθεος πέρασε τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Μαρτίου 2002 στην θριαμβεύουσα Εκκλησία. Ο θάνατός του επήλθε  από καρδιακή προσβολή στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό της Κέρκυρας και στην ομιλία του κατά την  εξόδιο ακολουθία ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος χαρακτήρισε αδόκητο το θάνατο του Μακαριστού Τιμοθέου και τόνισε πως η Εκκλησία της Ελλάδος ΄΄έχασε ένα εκλεκτό μέλος της, ένα νέο, ζωντανό και δημιουργικό Ιεράρχη που έδωσε   δείγματα αγάπης προς το Χριστό και την Εκκλησία και των δημιουργικών ικανοτήτων΄΄ του και κατέληξε λέγοντας ότι ΄΄ο Κύριος επέλεξε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και κάλεσε κοντά του το Μακαριστό Τιμόθεο, καλώντας παράλληλα λαό  και κλήρο να προσευχηθούν για την ανάπαυση της ψυχής του΄΄

                Σύμφωνα με την ιδιόχειρη διαθήκη του που είχε συντάξει την 15η Αυγούστου 1993 τα διαμερίσματα του στην Αθήνα και στη Ραφήνα τα δώρισε στην Ιερά Μητρόπολη καθώς επίσης τα προσωπικά του βιβλία, άμφια, τα δώρισε επίσης στην Ιερά Μητρόπολη και με τον όρο να τα χρησιμοποιεί μόνον ο Διάδοχος του. Στους δε στενούς του συνεργάτες οι οποίοι πολύ χρόνο και κόπο αφιέρωναν κοντά του και οι οποίοι ηνέχοντο τας πολλάς του απαιτήσεις χάρι της ιεραποστολής της εκκλησίας τους αφισε την ευχή ΄΄ Ας είναι μόνιμη η ευλογία του Θεού μαζί τους΄΄   

     

     

    ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

     

    Αγ. Σπυρίδωνας (1589)

    Στεγάζει το λείψανο του Πολιούχου της πόλης. Η ιερότερη και πιο φημισμένη εκκλησία του νησιού. Μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, ιδιοκτησία άλλοτε της οικογένειας Βούλγαρη. Φέρει εντυπωσιακό πυργοειδές κωδωνοστάσιο (το ψηλότερο της πόλης) το οποίο καταλήγει σε διάτρητο τμήμα για τις καμπάνες. Το εσωτερικό του ναού είναι ιδιαίτερα επιβλητικό, με πολλά κειμήλια και αναθήματα. Η ουρανία ζωγραφισμένη τον 18ο αι. από τον Π. Δοξαρά, καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε με αντίγραφα του 19ου αι. από τον Π. Ασπιώτη. Το μαρμάρινο τέμπλο και η πολυτελής λάρνακα είναι έργα του 19ου αι.

     

    Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος (1480)

    Από τους πρώτους Καθεδρικούς Ναούς των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων. Ανήκει στον επτανησιακό τύπο, ξυλόστεγης μονόκλιτης βασιλικής με περιμετρικό χαμηλό κλειστό διάδρομο “εξωνάρθηκα”. Η εξωτερική όψη, πολύ απλή, με τη βαθμιδωτή διάταξη των στεγών και το χαρακτηριστικό διάτρητο κωδωνοστάσιο να υψώνεται πάνω από το ιερό. Στο τέμπλο υπάρχουν έργα της σχολής Τζάννε, Τζένου και Χρυσολωρά, ενώ η ουρανία είναι σύνθεση του Σπεράντζα (1773).

     

    Παναγία των Ξένων, Κυρά Φανερωμένη (αρχές 18ου αι.)

    Τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική. Κτίστηκε από τον ιερομόναχο Νικόδημο και αποτέλεσε ιδιαίτερη ενορία Ηπειρωτών (συντεχνίες γουναράδων και χρυσοχόων). Το ξύλινο τέμπλο της ανακατασκευάστηκε το 1875. Η ουρανία είναι  ζωγραφισμένη από τον Ν. Κουτούζη  (18ος αι.).

     

    Αγ. Νικόλαος των Γερόντων (αρχές 16ου αι.)

    Μια από τις πλουσιότερες εκκλησίες (οικογένειες ευγενών). Ανήκει στον επτανησιακό τύπο με κάποιες παραλλαγές λόγω προσαρμογής στη συγκεκριμένη θέση. Υπήρξε Καθεδρικός Ναός μέχρι το 1712. Ένα σπάνιο δείγμα εμφάνισης άμβωνα με πρόσβαση από τον εξωνάρθηκα. Με υπέροχο σκαλιστό τέμπλο, από τα παλαιότερα σωζόμενα στην πόλη.

     

    Σπηλιώτισσα και Αγ. Βλάσσιος (1577)

    Από το 1841 Μητροπολιτικός Ναός. Τρίκλιτη βασιλική που αντικατέστησε παλαιότερη, στην ίδια θέση. Έχει υποστεί παρεμβάσεις εσωτερικά και εξωτερικά. Ανάμεσα στις πολυάριθμες εικόνες που την κοσμούν ξεχωρίζουν εκείνες των Μ. Δαμασκηνού (16ος αι.), Εμμ. Τζάννε (17ος αι.), Παραμυθιώτη (18ος αι.), ενώ η αμφίπλευρη εικόνα της Παναγίας Δημοσιάνας είναι η παλαιότερη (15ος αι.) και πιο σημαντική εικόνα του ναού.

     

    Παναγία Κρεμαστή και Αγ. Ιάκωβος (πριν τον 16ο αι.)

    Ανήκει στον επτανησιακό τύπο, συνδυασμένη με την κατοικία του ιερέα. Από τον εξωνάρθηκα διατηρείται το δυτικό τμήμα. Χαρακτηριστική η γεωμετρική διακόσμηση στη βόρεια όψη που θυμίζει groffitto. Εσωτερικά ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής, με μαρμάρινο τέμπλο όπου τα θυρώματά του κοσμούνται με μοτίβο φύλλων αμπέλου, πέτρινα προσκυνητάρια και εντυπωσιακές πελώριες εικόνες του Σπεράντζα (18ος αι.)

     

    Μονή της Πλατυτέρας (1714)

    Σημαντικό μοναστηριακό συγκρότημα το οποίο σχετίζεται με πολλές επώνυμες οικογένειες (Καποδίστρια). Μοναστηριακή αυλή με τρίπλευρη στοά στο ισόγειο και κεντρικό πηγάδι. Ο Ναός πλουσιότατος με έργα αγιογραφίας σπουδαίων ζωγράφων (Καντούνης, Κουτούζης), με επιχρυσωμένο περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ποικιλία σημαντικών εικόνων έργων 17ου αι. Τζάννε, Πουλάκη, Κλόντζα και πολύτιμα κειμήλια. Πάνω από την κεντρική είσοδο, υψώνεται πυργοειδές κωδωνοστάσιο, έργο του 1864

     

    Ναός του Παντοκράτορα (αρχές 16ου αι.)

    Απλούστερης μορφής από τις προηγούμενες. Ανήκει στον επτανησιακό τύπο, άλλοτε με εξωνάρθηκα στη βόρεια πλευρά. Η όψη της, που συνδυάζεται με το κωδωνοστάσιο διάτρητου τύπου (σωζόμενο εν μέρει), τονίζεται με την τοξωτή θύρα της κυρίας εισόδου και τον ανάγλυφο άγγελο στην κορυφή της στέγης (έργο του γλύπτη Torretti, 18ος αι.) Το σωζόμενο μαρμάρινο τέμπλο ζωγραφίστηκε από τον Χρυσολωρά.

     

    Μονή του Αγ. Φραγκίσκου (αρχές 13ου αι.) - Καθολική.

    Το παλαιότερο τμήμα και το παρεκκλήσι του Αγ. Αγγέλου ανάγονται στο 13ο αι. αρκετά αλλοιωμένα όμως. Σήμερα σώζονται το καθολικό της μονής με μετασκευές 17 - 18ος αι. και η μοναστηριακή αυλή με στοά. Ενδιαφέρουσα διακοσμητική  που σώζεται ελάχιστα στην πλευρά του cloitre.

     

    Μονή Παναγίας Τενέδου (αρχές 18ου αι.)

    Καθολικό μονής που χτίστηκε σε θέση παλαιότερου ναού. Η πιο σημαντική από αρχιτεκτονική άποψη, θολοσκεπής εκκλησία με οξυκόρυφο αναγεννησιακού χαρακτήρα τρούλο πάνω από το ιερό (θυμίζει Duomo Φλωρεντίας). Πρόκειται για μια μονόκλιτη βασιλική με διπλά πλάγια παρεκκλήσια και πυργοειδές κωδωνοστάσιο και αποτελεί μνημείο με ιδιαίτερη πλαστικότητα.

     

    Ναός Αγ. Ιακώβου - Duomo (τέλη 16ου αι.)

    Από το 1632 Λατινική Μητρόπολη. Αναστηλώθηκε μετά τους βομβαρδισμούς του 1943. Κομψό κτίριο, με την τυπική μπαρόκ καμπύλη του 17ου αι. στο αέτωμά του, το δαντελωτό πύργο γοτθικής μορφολογίας και το ψηλό καμπαναριό του.

     

    Εβραϊκή Συναγωγή

    Πρόκειται για την “Παλιά” ή “Ελληνική” Συναγωγή (Sinagoga Vecchia). Το σημερινό κτίριο, απλής μορφής με τοξωτά ανοίγματα είναι του 19ου αι., κτισμένο πάνω σε παλαιότερο. Σώζεται το ενετικό υπόγειο με σταυροθόλια. Είχε δύο παραρτήματα το Oratorio Medrage (1820) και το Tempio Nuovo το οποίο κτίστηκε επάνω σε  προηγούμενο το 1850.